ἐμψυχία

ἐμψυχία
ἐμψῡχ-ία, ,
A having life in one, animation, Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐμψυχία — ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc/acc dual ἐμψυχίᾱ , ἐμψυχία having life in one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίᾳ — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐμψυχίας — ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem acc pl ἐμψυχίᾱς , ἐμψυχία having life in one fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαι — ἐμψυχίᾱͅ , ἐμψυχία having life in one fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαν — ἐμψυχίᾱν , ἐμψυχία having life in one fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχιῶν — ἐμψυχία having life in one fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμψυχίαις — ἐμψυχία having life in one fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”